Ο όρος 'good luck' παραπέμπει στον όρο 'luck'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'good luck' is cross-referenced with 'luck'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
good luck n | (good fortune) | τύχη ουσ θηλ |
| | καλοτυχία ουσ θηλ |
| | καλή τύχη επίθ + ουσ θηλ |
| (για επιτυχία) | γούρι ουσ ουδ |
| It was such good luck that I ran into him yesterday. |
| This item brings me good luck. |
| Ήταν καθαρή τύχη που τον συνάντησα χτες. // Αυτό το αντικείμενο μου φέρνει τύχη. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
Good luck! interj | (used to wish [sb] good fortune) (για τύχη) | Καλή τύχη! επιφ |
| (για κάτι που ορίζω εγώ) | Καλή επιτυχία! επιφ |
| Today's your test? Good luck! |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
luck n | (fortune, chance) | τύχη ουσ θηλ |
| Luck is, by definition, something that is out of our control. |
| Η τύχη είναι, εξ' ορισμού, κάτι που δεν είναι στον δικό μας έλεγχο. |
luck, good luck n | (good fortune) (καλή) | τύχη ουσ θηλ |
| I had the luck to be the first in line for the tickets. |
| Είχα την (καλή) τύχη να είμαι πρώτος στην ουρά για τα εισιτήρια. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs luck | good luck | Good luck! |
luck out vi phrasal | slang (be fortunate) (αργκό) | είμαι κωλόφαρδος ρ έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | είμαι πολύ τυχερός ρ έκφρ |
| We really lucked out with these front-row seats! |
| Είμαστε πολύ κωλόφαρδοι που βρήκαμε θέσεις στην πρώτη σειρά! |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: